Τα παλαιότερα ίχνη πολιτισμού στα Λατσιά εντοπίζονται σε μια μικρή κατασκευή και μια δεξαμενή, οι οποίες χρονολογούνται στην Ελληνιστική περίοδο (325-50 π.Χ.). Ωστόσο, δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να υποστηρίξουν ότι τα Λατσιά ήταν οικισμός κατά την εποχή εκείνη. Πρέπει, επομένως, να αναζητήσουμε τις καταβολές τους πίσω στο Μεσαίωνα. Τα Λατσιά ήταν πιθανότατα μεγάλο φέουδο κατά τη Φραγκοκρατία (1192-1489) και την Ενετοκρατία (1489-1570)· αυτό διασώζει η προφορική παράδοση, η οποία ενισχύεται από χάρτες των σχετικών περιόδων. Το 1571, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κύπρο, τα Λατσιά έγιναν τσιφλίκι (κτήμα, μεγάλο τεμάχιο γης που καλλιεργούνταν από τους ντόπιους και ανήκε σε ένα πλούσιο Τούρκο, τον επονομαζόμενο αγά) και, εικάζεται ότι (σύμφωνα με την προφορική παράδοση), ο πυκνός πληθυσμός αφανίστηκε από τους κατακτητές.
Το 1790, ο Κιόρογλου, ο αγάς αρκετών περιοχών (Αγλαντζιά, Γέρι, Δάλι, Δευτερά, Λατσιά, Παλλουριώτισσα, Στρόβολος, Χρυσοσπηλιώτισσα και Ψημολόφου) – και, σύμφωνα με τον εθνικό μας ποιητή, Βασίλη Μιχαηλίδη, προσωπικός φίλος του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού – αποφάσισε να πουλήσει ένα από τα τσιφλίκια του στους ανθρώπους που το καλλιεργούσαν, επειδή ήταν περισσότερο από ευχαριστημένος από τη δουλειά τους, και επίσης από τα «δώρα» τους, που περιελάμβαναν πισσώδη καυσόξυλα από πεύκο. Πρέπει, εν τούτοις, να λάβουμε υπόψη και τις συνεχείς ξηρασίες και σκωριάσεις, τη μειωμένη παραγωγή των καλλιεργειών και την ανεντιμότητα μερικών δούλων, παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν στην απόφασή του να πωλήσει το τεμάχιο. Φαίνεται πως ο Κιόρογλου αποφάσισε να συνδυάσει την καλοσύνη με την πώληση. Οι γεωργοί ήσαν χωρικοί από το Λυθροδόντα, ένα μεγάλο χωριό γύρω στα 21 Χμ (13 μίλια) νοτιοδυτικά της Λευκωσίας. Έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στα Λατσιά και το Κουπάτι, μια περιοχή στο κεντροανατολικό μέρος της Λευκωσίας. Επέλεξαν τα Λατσιά, καθώς ήταν πιο κοντά στο Λυθροδόντα αλλά, επίσης, επειδή ήταν αρκετά μεγαλύτερα και πιο εύφορα, επιτρέποντάς τους να καλλιεργούν κάθε είδους γεωργικά προϊόντα.
Έτσι, δεκαέξι (16) Ελληνοκύπριοι και ένας Τουρκοκύπριος καδής (αρχιδικαστής), που ονομαζόταν Κιουφής, αγόρασαν τα Λατσιά, μια περιοχή 11.600 σκάλων (1 σκάλα = 1.337,8 τετρ. μέτρα ή 14.400 τετρ. πόδια) για την τιμή των 14 πουγκιών (ένα πουγκί άξιζε 500 ριάλια, τα λεφτά της εποχής). Ο Κιουφής προσέφερε το ένα πέμπτο της τιμής και το χωριό διαχωρίστηκε σε είκοσι (20) τεμάχια, τέσσερα (4) για τον Κιουφή και ένα (1) για κάθε Ελληνοκύπριο. Ο Κιουφής, κατέχοντας σημαντική περιουσία στο Λυθροδόντα, τους βοήθησε για να διασφαλίσουν την ασφάλειά τους στα Λατσιά και επίσης τους βοήθησε όταν οι απόγονοι του Κιόρογλου έγειραν αξίωση για το τσιφλίκι. Αυτοί οι δεκαεφτά άνθρωποι αναζωογόνησαν τον οικισμό, ένα χωριουδάκι για την ακρίβεια, ερχόμενοι το φθινόπωρο (Οκτώβριο και Νοέμβριο) για να σπείρουν σιτάρι και να φυτέψουν ελαιόδεντρα και το καλοκαίρι (Μάιο μέχρι Αύγουστο) για να μαζέψουν τη σοδειά, να θερίσουν και να αλωνίσουν, και να μαζέψουν τις ελιές. Παρόλα αυτά, επέλεξαν να μην κατοικούν στα Λατσιά, όχι μόνο επειδή θεωρούσαν το Λυθροδόντα καλύτερο και πιο ασφαλές μέρος (το επονομαζόμενο «μικρό Παρίσι»), αλλά επίσης επειδή δεν υπήρχε εκπαιδευτική και δομική υποδομή στο χωριό. Μόνο μια χούφτα ανθρώπων παρέμεναν στα Λατσιά, με σκοπό να καλλιεργούν το σιτάρι και να σιγουρεύονται πως όλα ήταν εν τάξει. Ο Κιουφής χάρισε μέρος της γης του στον αδερφό του, ο οποίος – με τη σειρά του – το πώλησε σε έξι (6) Ελληνοκύπριους για την τιμή ενός πουγκιού ανά 100 σκάλες. Οι έξι αυτοί άνδρες διέμεναν μόνιμα στα Λατσιά, με σκοπό να διεκπεραιώνουν τις γεωργικές εργασίες και τις εργασίες επιδιόρθωσης. Στις 30 Απριλίου 1909 (δύο χρόνια μετά το θάνατο του Κιουφή), οι τέσσερις κληρονόμοι πώλησαν τα κτηματικά δικαιώματά τους σε οχτώ (8) Ελληνοκύπριους για την τιμή των £350. Είναι συχνό να βρίσκουμε μικροτοπωνύμια σχετιζόμενα με τους πρώτους αγοραστές.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, μερικοί από τους ιδιοκτήτες άρχισαν να εγκαθίστανται στα Λατσιά, όχι μόνο επειδή η γη ήταν πιο εύφορη, αλλά λόγω και της εγγύτητας των Λατσιών προς τη Λευκωσία – το κέντρο της οικονομικής και εμπορικής ζωής του νησιού – ούτως ώστε να μπορούν να πωλούν τα προϊόντα τους πιο εύκολα. Ωστόσο, δεν ήταν μέχρι το 1930 που ιδρύθηκε Δημοτικό σχολείο. Πρωτύτερα, τα παιδιά έπρεπε να παρακολουθούν σχολείο είτε στο Λυθροδόντα είτε στο Γέρι, ένα γειτονικό χωριό. Αρκετά σπίτια από τα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα μπορούν να βρεθούν στην παλιά περιοχή των Λατσιών. Επειδή το κύριο εισόδημα των Λυθροδοντιατών προερχόταν από την ελαιοπαραγωγή, άρχισαν να φυτεύουν όλο και περισσότερα ελαιόδεντρα στα Λατσιά.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλο και περισσότεροι Λυθροδοντιάτες άρχισαν να μετοικούν στα Λατσιά, μαζί με τις μεγάλες οικογένειές τους, έτσι ο πληθυσμός συνέχισε να αυξάνεται. Η Τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή ανάγκασαν 185.000 – 200.000 Κύπριους να καταστούν πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, καθιστώντας αναγκαίο το κτίσιμο πολυάριθμων προσφυγικών από την κυβέρνηση σε όλο το νησί. Τρεις απ’ αυτούς κτίστηκαν στα Λατσιά (συν μια προσφυγική αυτοστέγαση), αυξάνοντας τον πληθυσμό δραματικά. Αυτό, σε συνδυασμό με τη γενική τάση του κόσμου από το κέντρο της Λευκωσίας και χωρία κοντά στην πρωτεύουσα να μετακινούνται στις περιοχές των προαστείων της Λευκωσίας, είχε ως αποτέλεσμα την πληθυσμιακή έκρηξη που έκανε τα Λατσιά μια κωμόπολη που συνεχίζει να αυξάνεται ραγδαία.
Το όνομα «Λατσιά» κατ’ ακρίβεια προφέρεται «Λαchιά», αλλά συμβατικά γράφεται Λατσιά. Το όνομα προέρχεται από το «λατσίν» (που σημαίνει μικρό πηγάδι ή αβαθής λάκκος, δηλαδή τρύπα). Το Λατσιά προέρχεται από τα πολυάριθμα λατσιούθκια (δηλ. μικρούς αβαθείς λάκκους) που ήταν παρόντα στην περιοχή και χρησιμοποιούνταν για άρδευση και ύδρευση των ζώων. Σύμφωνα με την παράδοση, η περιοχή ήταν πολύ εύφορη και πλούσια σε υπόγειο νερό, σε σημείο που αν κάποιος έσκαβε ένα λάκκο (δηλ. μια τρύπα) βάθους 5 ποδιών (1,52 μ), θα έβρισκε νερό. Δεν είναι ασύνηθες να βρίσκουμε παρόμοια τοπωνύμια στην Κύπρο, όπως το χωριό Λατσί στην Πόλη Χρυσοχούς. Το όνομα είναι στον πληθυντικό (Λατσιά), λόγω του ότι υπήρχαν πολλοί λάτσιοι (λάκκοι). Το όνομα δεν είναι «Λακκιά», ακριβώς επειδή οι Κύπριοι τους αποκαλούσαν λάτσιους, όχι λάκκους (τύπος της Κοινής Ελληνικής). Είναι φως φανάρι πως οι ισχυρισμοί ότι οι τύποι «Λατσιά» και «Αγλαντζιά» είναι τουρκικοί και οι τύποι «Λακκιά» και «Αγλαγγιά» είναι ελληνικοί όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά επίσης είναι λαθεμένοι και αναληθείς. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν πολλά τοπωνύμια που περιέχουν το όνομα «Λαξιά» (μικρή πεδιάδα). Τα Λατσιά έχουν 73 εγγεγραμμένα τοπωνύμια, τα οποία μπορούν να βρεθούν σε τοπογραφικούς χάρτες (1:2.500 και 1:5.000) και το «Complete Gazetteer of Cyprus, Volume 1, Nicosia, pp. 1670» του Μενέλαου Χριστοδούλου, παρόλο που ο Κωνσταντίνος Κέντης αναφέρει 27 επιπλέον τοπωνύμια, τα οποία μπορούν να βρεθούν στο έργο του «Ιστορία και τοπωνύμια Λατσιών» (Ανατύπωση των Κυπριακών Σπουδών, Τόμος ΚΣΤ’, Λευκωσία, 1962).
Το όνομα μπορεί επίσης να εντοπιστεί στο «EXCERPTA CYPRIA», ένα χρονικό που γράφτηκε από το Λεόντιο Μαχαιρά το 16ο αιώνα («Κυπριακά Χρονικά», έτος ΙΓ’, 1937, σελίδες 1, 2, 3 και 52). Η παλαιότερη αναφορά του ονόματος χρονολογείται στις 14 Δεκεμβρίου 1533. Το προάστειο αναφέρεται ως «Lachia» στους Βενετικούς χάρτες των 14ου μέχρι 17ου αιώνα. Το 1878, ο Herbert Horatio Kitchener, Υπολοχαγός του Βασιλικού Μηχανικού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ορίστηκε για να χαρτογραφήσει το νησί, παράγοντας τον πρώτο πλήρως τριγωνομετρημένο χάρτη της Κύπρου (1881)· «μετονόμασε» το προάστειο σε «Laxia», ακριβώς όπως έκαμε με το Τσέρι [ένα χωριό περίπου 6 Χμ (4 μίλια) στα νοτιοδυτικά των Λατσιών], μετονομάζοντάς το σε «Xeri», γεγονός που επηρέασε τον Αθανάσιο Σακελλάριο, δημιουργό του πρώτου Ελληνικού χάρτη του νησιού, να αναφέρει το προάστειο ως «Λαξία».
Οι περισσότεροι χάρτες της Κύπρου πριν και μετά την ανεξαρτησία και, για πολλά χρόνια μετά, παράγονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο (Διεύθυνση Υπερπόντιων Χαρτογραφήσεων, Στρατιωτική Χαρτογράφηση Η.Β.). Υιοθέτησαν τα ονόματα του Kitchener και, έτσι, το όνομα Laxia βρίσκεται σε πολλές σειρές χαρτών, όπως τα Κτηματολογικά Φύλλα 2 ίντσες προς 1 μίλι (γύρω στο 1:31.565,6), τις σειρές 1:25.000 Κ817, Κ8110 και Cyprus Town Plan, τους τοπογραφικούς χάρτες 1:5.000 και 1:2.500 (DLS 17) και τους πολλούς χάρτες του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, συνήθως σε κλίμακα 1:250.000 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Από περίπου το 1985 μέχρι το 1993, οι περισσότεροι χάρτες αναφέρουν το προάστειο ως Latsia / Λατσιά. Οι χάρτες της σειράς Κ717 (Στρατιωτική Χαρτογράφηση Η.Β., κλίμακα 1:50.000) και οι χάρτες σειράς 1501 & 1501 AIR (Στρατιωτική Χαρτογράφηση Η.Β., Σχηματικό Μικτών Επιχειρήσεων, κλίμακα 1:250.000) αναφέρουν το προάστειο ως Laxia (Lacha). Οι πρώτοι χάρτες της ΓΥΣ (Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού της Ελλάδας) αναφέρουν το προάστειο ως Λαξιά (Λατσιά), αλλά οι νεότεροι (μετά το 1980), αναφέρουν μόνο Λατσιά.
Από το 1987 μέχρι το 1995, έγιναν διάφορες προσπάθειες για να αλλοιωθεί το όνομα του Δήμου σε «Λακκιά», βασιζόμενες στη λανθασμένη εντύπωση του Μενέλαου Χριστοδούλου (προέδρου της Μόνιμης Κυπριακής Επιτροπής τυποποίησης Γεωγραφικών Ονομάτων) σχετικά με την καταγωγή του ονόματος. Το 1987, ο Μενέλαος Χριστοδούλου εξέδωσε το «Complete Gazetteer of Cyprus, Volume 1, Nicosia, pp. 1670» (Πλήρες Γεωγραφικό Λεξικό της Κύπρου, Τόμος 1, Λευκωσία, σ. 1670), ένα μνημειώδες βιβλίο που περιελάμβανε όλα τα χωριά και πόλεις του νησιού, μαζί με όλα τα μακροτοπωνύμια και μικροτοπωνύμια που ήταν καταγεγραμμένα από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, μαζί με γεωαναφορά UTM 1.000 μέτρων (με βάση την 1:50.000 σειρά χαρτών K 717). Παρά το γεγονός ότι αυτό το έργο είναι ανεκτίμητο και, μέχρι σήμερα, αξεπέραστο από οποιαδήποτε παρόμοια απόπειρα καταγραφής των τοπωνυμίων της Κύπρου, ο συγγραφέας ανέγραψε πολλά χωριά και δήμους (όπως την Αγλαντζιά, την Άσσια, τα Λατσιά και την Λουρουτζίνα) με εσφαλμένο όνομα – σύμφωνα με τη δική του, υποκειμενική, ετυμολογία – υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει τα νέα «ονόματα» το 1991.
Ο Κος Χριστοδούλου χρησιμοποίησε το όνομα «Λακκιά» για το Δήμο μας – κατά παράβαση του άρθρου 7α του «Περί Δήμων Νόμου», ΙΙΙ/1985 – παρά το γεγονός ότι σε τέσσερις (4) παλαιότερες προσπάθειες καταγραφής των ονομάτων των χωριών της Κύπρου, πρότεινε το όνομα «Λατσιά» [«Μεταγραφή Γεωγραφικών Ονομάτων της Κύπρου» («Κυπριακός Λόγος», Τόμος 1, 1969, σ. 102-112 και 125-131), παράρτημα στο «Τοπωνυμικόν της Κύπρου» του Σίμου Μενάρδου (ανατύπωση του «Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται» – έργο που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1906, στο περιοδικό «Αθηνά», XVIII, σ. 315-421 – από το Κέντρο Επιστημονικών Μελετών), «Μικρά συμβολή εις την ιστορικήν τυποποίησιν και μεταγραφήν ελληνικών τοπωνυμίων» («Επετηρίδα του Κέντρου Επιστημονικών Μελετών», V, 1971-1972, σ. 79-144), και «Concise Gazetteer of Cyprus» (Συνοπτικό Γεωγραφικό Λεξικό της Κύπρου) (Λευκωσία, 1982)]. Ο Κωνσταντίνος Κέντης αναφέρεται στο προάστειο ως Λατσιά («Ιστορία και Τοπωνύμια Λατσιών», Κυπριακές Σπουδές, Τόμος ΚΣΤ’, 1962, σ. 147-163), όπως και ο Σίμος Μενάρδος στο «Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται» (βλέπε πιο πάνω) και ο καθηγητής Κώστας Πηλαβάκης στο «Λαογραφική Κύπρος» (Λευκωσία, 1977).
Το 1994, η πρώτη έκδοση του οδηγού Ταχυδρομικού Κώδικα ανάφερε το προάστειο ως «Λακκιά». Από το 1994 μέχρι και το 2001/2002, όλοι οι χάρτες που εκδίδονταν από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης και το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας, ανέγραφαν το προάστειο ως Lakkia / Λακκιά, ακολουθώντας τους μετά το 1987 χάρτες που η κυβέρνηση κυκλοφόρησε στα Ηνωμένα Έθνη. Οι χάρτες αυτοί περιλαμβάνουν τον αεροναυτικό χάρτη 1:500.000 (ICAO, 2426-A Cyprus), τους 1:250.000 διοικητικούς, γεωλογικούς και γεωφυσικούς χάρτες (DLS 39, DLS 50, ΚΧΤ 40 και ΚΧΤ 51) και τους 1:100.000 χάρτες επαρχιών (DLS 29). Οι τοπογραφικοί χάρτες 1:100.000 (DLS 18 και ΚΧΤ 6) αναφέρουν το προάστειο ως Lakkia (Latsia) / Λακκιά (Λατσιά).